παράδειγμα

παράδειγμα
το, ΝΑ [παραδείκνυμι]
1. πρότυπο, υπόδειγμα για μίμηση (α. «είναι παράδειγμα εργατικότητας» β. «παράδειγμα καταλείπεσθαι», Λυκούργ.)
2. πάθημα που χρησιμεύει ως μάθημα, κακό προηγούμενο προς αποφυγή («ἔχοντες παραδείγματα τῶν τ' ἐκεῑ Ἑλλήνων ὡς ἐδουλώθησαν», Θουκ.)
3. λογικό επιχείρημα που συνάγεται από κάποιο γεγονός και χρησιμεύει για απόδειξη
4. απόδειξη, δείγμα
5. φρ. «επί παραδείγματι» ή «ἐπὶ παραδείγματος» ή «παραδείγματος χάριν» ή «παραδείγματος εἵνεκα» και συνήθως εν συντομία «π.χ.» — για να αναφέρουμε σχετική περίπτωση, για απόδειξη, για επιβεβαίωση
νεοελλ.
περίπτωση γενικής αρχής, νόμου, κανόνα κ.λπ («παράδειγμα συνηρημένου ρήματος σε -άω είναι το τιμάω, -ώ)
2. (παιδαγ.) μέθοδος διδασκαλίας που γίνεται με εποπτικά μέσα και, γενικά, διά ζώντος παραδείγματος αντί για θεωρητική έκθεση ηθικών αρχών
νεοελλ.-μσν.
περίπτωση γεγονότος ή ανθρώπου άξια προσοχής για νουθεσία («τοῡ μοναχοῡ, τοῡ φλυάρου φοβείτω τὸ παράδειγμα», Πρόδρ.)
αρχ.
1. θείο πρότυπο ή αρχέτυπο, σύμφωνα με το οποίο έχει πλαστεί ο γήινος κόσμος
2. ιδιαίτερα, ο όρος αναφέρεται στις πλατωνικές ιδέες, σε αντιδαστολή προς τον όρο εικών, που δηλώνει το ωχρό απείκασμα τής ιδέας
3. αντίγραφο, αναπαράσταση
4. ομοίωμα
5. α) (στη γλυπτική) το πρόπλασμα
β) (στην ζωγραφική) το πρότυπο, το μοντέλο
γ) (στην αρχιτεκτονική), το πρόπλασμα, το πρότυπο και, πιθανώς, το σχέδιο
6. (στον Αριστοτέλη) επιχείρημα, απόδειξη που συνάγεται είτε από υπόθεση θεμελιωμένη στην παρατήρηση, στο πραγματικό γεγονός (παραβολή) είτε σε πλαστό, επινοημένο γεγονός (λόγος)
7. (για νόμο) αυτός που λειτουργεί ως προηγούμενο, ως πρότυπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παράδειγμα — pattern neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράδειγμα — το 1. υπόδειγμα, πρότυπο για να το μιμηθεί κανείς, δείγμα για να καταλάβει κάτι: Η σύνεση του πατέρα είναι μεγάλο παράδειγμα για τα παιδιά του (Δημόκριτος). 2. πάθημα για μάθημα: Ας πάρουν οι άλλοι παράδειγμα από την τιμωρία του συμμαθητή τους. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παράδειγμ' — παράδειγμα , παράδειγμα pattern neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδειγμάτοιν — παράδειγμα pattern neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδειγμάτων — παράδειγμα pattern neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδείγμασι — παράδειγμα pattern neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδείγμασιν — παράδειγμα pattern neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδείγματα — παράδειγμα pattern neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδείγματε — παράδειγμα pattern neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδείγματι — παράδειγμα pattern neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”